κριματίζω

κριματίζω
(Μ κριματίζω) [κρίμα]
1. ενεργ. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, κολάζω κάποιον
2. μέσ. κριματίζομαι
αμαρτάνω, πέφτω σε αμαρτία, κολάζομαι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κριματισμένος, -η, -ον
αμαρτωλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κριματίζω — κριματίζω, κριμάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κριματίζω — κριμάτισα, κριματίστηκα, κριματισμένος, αμαρτάνω, πέφτω σε αμάρτημα: Ποιος τη γην επάτησε και δεν εκριμάτισε! (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακριμάτιστος — η, ο [κριματίζω] 1. αυτός που δεν κριμάτισε, δεν διέπραξε κρίματα, αναμάρτητος, αθώος 2. αυτός που δεν υπόκειται σε κρίμα, που δεν είναι δυνατό να τού καταλογιστεί κακή πράξη ή ηθικό παράπτωμα …   Dictionary of Greek

  • κριματιστής — ο [κριματίζω] 1. αυτός που αμαρτάνει, αμαρτωλός 2. αυτός που επιρρίπτει κρίματα, κατηγορίες σε κάποιον, κατήγορος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”